βραχέως

βραχέως
επίρρ. вкратце, кратко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βραχέως" в других словарях:

  • βραχέως — βραχύς short adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποργίζομαι — ἐποργίζομαι (AM) οργίζομαι εναντίον κάποιου («Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… …   Dictionary of Greek

  • παρακεκομμένως — Α επίρρ. με συντομία, συντόμως, βραχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκομμένος τού παρακόπτω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προβραχέως — και προβραχέων Α επίρρ. μόλις πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βραχέως (< βραχύς)] …   Dictionary of Greek

  • συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՔՐ — (քու քուէ, քունք, քունց, քումբք.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. μικρός parvus, parvulus, paucus, pauxillus ἑλάττων, σσων minor ἑλάχιστος minimus. որ եւ ՓՈՔՐԻԿ. Նուազ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»